Δίσεκτη μέρα-δίσεκτα χρόνια
Του Ρούσσου Βρανά rvranas@otenet.gr
«Οι άνθρωποι...
... ρίχνονται με τα μούτρα στη δουλειά κι αυτό το βίτσιο από τον Νέο Κόσμο έχει αρχίσει ήδη να εκβαρβαρίζει τη Γηραιά Ευρώπη σαν μεταδοτική αρρώστια, σκορπίζοντας παντού μια πρωτόγνωρη στειρότητα του πνεύματος... Η μεγαλύτερη αρετή σήμερα είναι να μπορείς να κάνεις μια δουλειά σε λιγότερο χρόνο από όσο θα την έκανε ένας άλλος. Κι αν δεν μπορείς, αισθάνεσαι ντροπή. Έχουμε φτάσει σε τέτοια κατάντια, που ντρεπόμαστε ακόμη και να πάμε μια βόλτα με τις σκέψεις μας και με τους φίλους μας».
Ο Νίτσε...
... τα έγραφε αυτά περίπου έναν αιώνα προτού ένας άνδρας πενήντα δύο ετών δώσει τις προάλλες τέλος στη ζωή του, μέσα στο γραφείο του, στο τηλεφωνικό κέντρο της Αμπουάζ, στη Γαλλία. Τι τον έσπρωξε να το κάνει αυτό; Μετά τη Ρενώ, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία και τη Γαλλική Αστυνομία, οι αυτοκτονίες εξαπλώνονται σε ολοένα και περισσότερους τόπους εργασίας σαν κακιά αρρώστια. Την περασμένη χρονιά, ο Κριστιάν Λαρόζ, στέλεχος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων, δήλωνε στο περιοδικό «Εξπρές» ότι ένας Γάλλος την ημέρα αυτοκτονεί για λόγους που έχουν σχέση με τις συνθήκες εργασίας του. Σύμφωνα με τον Ζαν-Λουί Ρενώ, σύμβουλο μάνατζμεντ και ανθρωπίνων σχέσεων, οι αυτοκτονίες στους τόπους εργασίας έχουν ξεπεράσει τις τετρακόσιες τον χρόνο. Και ο συνδικαλιστής Μπερνάρ Σαλενγκρό υπολογίζει πως το κοινωνικό κόστος του στρες που σπρώχνει τους εργαζομένους σε τέτοια απονενοημένα διαβήματα ανέρχεται σε 50 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Το στρες...
... εντείνεται ανάλογα με το βάρος των απαιτήσεων που νιώθει να σηκώνει στις πλάτες του ο εργαζόμενος: απαιτήσεις από τους μετόχους της εταιρείας του, από τα αφεντικά του, από τους διευθυντές του, από τους πελάτες του, από το αυξανόμενο κόστος ζωής, από τις ανάγκες της οικογένειάς του. Στην Ιταλία, αυτές οι ανάγκες είναι τόσες πολλές, που ο Ιταλός δεν σταματάει να δουλεύει ποτέ. Σύμφωνα με το ινστιτούτο «Εurispes», «το μέσο οικογενειακό εισόδημα συμπληρώνεται κάθε μήνα με 1.330 ευρώ “μαύρα”, για να τα βγάλει πέρα η οικογένεια με τους λογαριασμούς. Ολοένα και περισσότεροι Ιταλοί αναγκάζονται να γίνουν σταχανοβίτες για να επιβιώσουν». Άραγε μέχρι πού θα φτάσουν αυτές οι απαιτήσεις και πόσοι άνθρωποι, πόσες ζωές, θα χρειαστεί να θυσιαστούν ώσπου να καταλάβουμε πως αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά;
«Τα πράγματα...
... ήταν κάποτε εντελώς διαφορετικά», έγραφε ο Νίτσε στην «Εύθυμη επιστήμη». «Εκείνο που έκανε τους ανθρώπους να ντρέπονται ήταν η δουλειά. Ένας άνθρωπος ευγενικής καταγωγής έκρυβε τη δουλειά του, αν αναγκαζόταν κάποτε να δουλέψει. Κι ο δούλος ντρεπόταν κι αυτός, γιατί αισθανόταν πως έκανε κάτι επονείδιστο στον εαυτό του». Φυσικά, ο Νίτσε είχε υπόψη του τη διαφορά ανάμεσα στη δημιουργική «εργασία» και την αναγκαστική «δουλειά». Σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας την προφητεία του πως η αποξένωση της εργασίας από το νόημα της ζωής και ο ευτελισμός της σε «δουλειά», θα σπρώξει κάποτε τους εργαζομένους να πηδούν από τα μπαλκόνια.